Ιωσήφ Βισσαρίονοβιτς (Στάλιν) Του Λευτέρη Ηλιάκη
Ο Ιωσήφ Βισσαρίονοβιτς, γνωστός με το επαναστατικό ψευδώνυμο Στάλιν, που στα ρωσικά σημαίνει Ατσαλένιος, γεννήθηκε το 1897 στον Καύκασο, στη μικρή πόλη Γκόριτης Γεωργίας, στα Βόρεια της Τιφλίδας. Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες, απόγονοι δουλοπάροικων, αλλά όχι αγράμματοι, και άξεστοι, (όπως αναφέρουν σκόπιμα αρκετοί βιογράφοι του).
Τα πρώτα γράμματα τα διδάχτηκε από την μητέρα του, η οποία τον προόριζε για ιερέα. Γι΄ αυτό και σε συνέχεια, φοίτησε στο ιεροδιδασκαλείο της Τιφλίδας, εγκατέλειψε όμως τις σπουδές του μετά από τη μύησή του στις επαναστατικές ιδέες του τότε παράνομου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος.
Η σταδιοδρομία του ως επαγγελματία επαναστάτη, αρχίζει το 1899, με την ενεργό συμμετοχή του σε αντικαθεστωτικές ενέργειες, οπότε απεπέμθη από το Ιερατικό Σεμινάριο, όπου φοιτούσε.
Επί δυο χρόνια σχεδόν ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη μελέτη επαναστατικών και ιστορικών κειμένων, για να αποκτήσει τις πολιτικές γνώσεις που πίστευε ότι του ήταν απαραίτητες.
Κατά τις μαρτυρίες πολλών συντρόφων του, της εποχής εκείνης, ο Στάλιν εθεωρείτο μεταξύ των πιο μορφωμένων νέων επαναστατών, σε αντίθεση με όσα του καταλόγιζε ο Τρότσκι που τον θεωρούσε «…άξεστο, πεισματάρη, περιορισμένων πνευματικών ικανοτήτων και χωρίς δημιουργική φαντασία…». Εκτός από τα Γεωργιανά, τη μητρική του γλώσσα γνώριζε άπταιστα τα ρωσικά και τα αρμένικα. Από το 1897 ως το 1901 εργάστηκε ως καθοδηγητής παράνομων εργατικών πυρήνων, μεταξύ των εργατών της Τιφλίδας και, σε συνέχεια, των εργατών της τότε αναπτυσσόμενης Βιομηχανίας πετρελαίου του Βατούμ στις Γεωργιανές ακτές του Εύξεινου, και στο Μπακού, στο σημερινό Αζερμπαϊτζάν, στις ακτές της Κασπίας.
Το 1901 συλαμβάνεται από την Ωχράνα (τη μυστική Αστυνομία του Τσάρου) κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων στο Μπακού, και φυλακίζεται για δυο περίπου χρόνια. Όμως μετά την αποφυλάκισή του εκτοπίζεται αμέσως στην Ανατολική Σιβηρία, από όπου όμως γρήγορα δραπετεύει και συνεχίζει ξανά την παράνομη πολιτική δραστηριότητά του στην περιοχή του Καυκάσου.
Με τη διάσπαση του σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος το 1903, σε δυο παρατάξεις προσχώρησε με τους συντρόφους του στους μπολσεβίκους (πλειοψηφούντες) των οποίων ηγείτο ο Λένιν. Από το 1905 ως το 1908 διευθύνει, μαζί με τον Ορτζονίκιζε και τον Βοροσίλως τον αγώνα χιλιάδων εργατών στα διυλιστήρια του Μπακού, ενώ το Μάρτη του 1908 ξανασυλαμβάνεται και καταδικάζεται σε εξορία, αλλά δραπετεύει μετά από οχτώ μήνες και επιστρέφει στο Μπακού, όπου αναδιοργανώνει την κομματική ομάδα της περιοχής και επανεκδίδει την τοπική κομματική εφημερίδα, που η κυκλοφορία της είχε διακοπεί. Την περίοδο αυτή ο Στάλιν κάνει τις πρώτες πολιτικές δηλώσεις του σχετικά με την στρατηγική και πολιτική του κόμματος. Συγκεκριμένα δηλώνει ότι «…για την επιτυχία του αγώνα μας απαραίτητη είναι η διατήρηση του παράνομου μηχανισμού του κόμματος… Ακόμα είναι αναγκαία η συνεργασία μας με τα άλλα, εκτός Ρωσίας, επαναστατικά κόμματα, απαιτείται μεγάλη επιλογή μεθόδων δράσης που εφαρμόζονται στο εξωτερικό… άλλες είναι οι συνθήκες που επικρατούν στη Γερμανία ή στη Γαλλία, και άλλες στη Ρωσία….».
Αυτές οι δηλώσεις του Στάλιν αποτέλεσαν και μια από τις διαφωνίες του με τον Τρότσκι, που υποστήριζε την λεγόμενη «γερμανική τακτική», σύμφωνα με την οποία «… η επανάσταση πρέπει να αρχίσει πρώτα στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες…».
Κατά τη διάρκεια μιας απεργίας ο Στάλιν συλλαμβάνεται πάλι, εκτοπίζεται στη Σιβηρία, αλλά δραπετεύει και πάλι το Φλεβάρη του 1912. αναλαμβάνει τότε σε μια μικρή περίοδο νομιμότητας τη θέση του αρχισυντάκτη της εφημερίδας Πράβδα, που στα ρωσικά σημαίνει Αλήθεια, επίσημο όργανο της μπολσεβίκικης παράταξης του κόμματος. Τον Απρίλη του 1912 εκλέγεται αναπληρωματικό μέλος της ΚΕ και λίγο αργότερα μέλος του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος. Την ίδια εποχή, προς τα τέλη του Απρίλη συλλαμβάνεται πάλι εκτοπίζεται στη δυτική Σιβηρία και δραπετεύει με την έκρηξη της επανάστασης του Μάρτη (1917) και επέστρεψε στην Ευρωπαϊκή Ρωσία.
Στις 19-25 Απρίλη ο Λένιν δέχεται επίθεση από τους συντηρητικούς της μπολσεβίκικης παράταξης γιατί υποστήριζε μια σκληρότερη πολιτική κατά της προσωρινής κυβέρνησης του Κερένσκυ. Ο Στάλιν όμως ανέλαβε την υπεράσπιση του Λένιν με έμφαση κι όπως αποδείχτηκε είχε δίκιο.
Από τον Ιούλιο του 1917 ο Στάλιν αναλαμβάνει τη θέση του Γραμματέα της ΚΕ της Μπολσεβίκικης παράταξης, όταν ο Λένιν έπεσε στην παρανομία κατά την περίοδο της σκληρής τρομοκρατίας από την κυβέρνηση Κερένσκυ.
Λίγο αργότερα οργανώνει μαζί με τον Σβερντλώφ το 6ο συνέδριο της παράταξης όπου από τη μια μεριά προετοιμάστηκε η εξέγερση του Οκτώβρη κι από την άλλη εγκρίθηκε επίσημα η μετανομασία της παράταξης σε Κομμουνιστικό Κόμμα που πραγματοποιήθηκε το Μάρτη του 1918. το συνέδριο αυτό αποτέλεσε σταθμό για την πολιτική ζωή του Στάλιν, ο οποίος υποστήριξε θερμά τις θέσεις του Λένιν, με το σύνθημα: «Όλη η εξουσία στα νέα Σοβιέτ…!».
Οι θέσεις αυτές εγκρίθηκαν από τους αντιπροσώπους των επαναστατικών πυρήνων παρά τις έντονες αντιδράσεις του Κάμενεφ, Ρύκωφ και άλλων περιφερειακών, μαζί με τον ακροαριστερό Τρότσκι ότι «ο σοσιαλισμός πρέπει να ξεκινήσει από τις βιομηχανοποιημένες χώρες. Λίγες μέρες αργότερα ο Κερένσκυ (με υπόδειξη και των Άγγλων συμβούλων τους προβαίνει σε μια σειρά κατασταλτικά μέτρα και διατάσσει τη σύλληψη και την προσαγωγή σε δίκη, του Λένιν, την επαναφορά του στρατιωτικού νόμου και τις θανατικές ποινές και την διάλυση των εκτελεστικών επιτροπών των Σοβιέτ.
Με τη δημοσίευση του εντάλματος ο Λένιν αποφασίζει να παραδοθεί για να λάμψει η αλήθεια στη δίκη…. Ο Στάλιν όμως τον πείθει και τον φυγαδεύει σ΄ ένα χωριό κοντά στα Φιλανδικά σύνορα, μαζί με τον Ζηνόβιεφ.
Η σθεναρή υποστήριξη των απόψεων του Λένιν, εκ μέρους του Στάλιν, εναντίο των θέσεων των περιφερειακών και των ακροαριστερών, έσωσε, ουσιαστικά την επερχόμενη Οχτωβριανή Επανάσταση, ενώ αποτελεί, ταυτόχρονα μια πρώτη «σύγκρουση» μεταξύ Στάλιν και των μετέπειτα «αντισταλινικών» της περιόδου 1930-1938 (Τρότσκι, Ζηνοβιέφ, Κάμενεφηλιπς). Οι οποίοι αν επικρατούσαν από την αρχή το Σοβιετικό κράτος θα είχε διαλυθεί ήδη από το 1924.